οστρέινος — η, ο (Α ὀστρέϊνος, ΐνη, ον) [όστρεον] αυτός που ανήκει σε όστρεο ή που προέρχεται ή κατασκευάζεται από όστρεο αρχ. ερυθρός, πορφυρός, κόκκινος … Dictionary of Greek
οστρειακός — ὀστρειακός, ή, όν (Μ) [όστρειον] αυτός που ανήκει σε όστρεο, σε στρείδι, ή προέρχεται από όστρεο … Dictionary of Greek
οστρεοειδής — ές αυτός που μοιάζει με όστρεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον + ειδής*] … Dictionary of Greek
οστρεώδης — ες (Α ὀστρεώδης και ὀστρειώδης, ῶδες) [όστρεον] αυτός που μοιάζει με όστρεο, οστρεοειδής … Dictionary of Greek
όστρειον — ὄστρειον, τὸ (Α) βλ. όστρεο … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αργοστολίου — Το κτίριο όπου στεγάζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Κεφαλλονιάς θεμελιώθηκε το 1957 (Βεργώτη 6), αντικαθιστώντας το παλαιότερο κτίριο, που είχε καταστραφεί από το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Η… … Dictionary of Greek
Σιταγροί — Πεδινός οικισμός (862 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 862 κάτ.). Στην περιοχή του Σ. βρίσκεται σπουδαίος προϊστορικός συνοικισμός που επισημάνθηκε και ερευνήθηκε στον… … Dictionary of Greek