όστρεο

όστρεο
το (Α ὄστρεον και ὄστρειον)
το στρείδι
νεοελλ.
στον πληθ. τα όστρεα
γενική ονομασία για τα εδώδιμα είδη τού γένους Οστρέα
αρχ.
1. (γενικά) το γένος τών οστρακοδέρμων («ἄλλο δὲ γένος... τὸ τῶν ὀστρακοδέρμων, ὅ καλεῑται ὄστρεον», Αριστοτ.)
2. πορφυρό χρώμα χρήσιμο για βαφή, πιθ. αυτό που παράγεται από την πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όστρακο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οστρέινος — η, ο (Α ὀστρέϊνος, ΐνη, ον) [όστρεον] αυτός που ανήκει σε όστρεο ή που προέρχεται ή κατασκευάζεται από όστρεο αρχ. ερυθρός, πορφυρός, κόκκινος …   Dictionary of Greek

  • οστρειακός — ὀστρειακός, ή, όν (Μ) [όστρειον] αυτός που ανήκει σε όστρεο, σε στρείδι, ή προέρχεται από όστρεο …   Dictionary of Greek

  • οστρεοειδής — ές αυτός που μοιάζει με όστρεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • οστρεώδης — ες (Α ὀστρεώδης και ὀστρειώδης, ῶδες) [όστρεον] αυτός που μοιάζει με όστρεο, οστρεοειδής …   Dictionary of Greek

  • όστρειον — ὄστρειον, τὸ (Α) βλ. όστρεο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αργοστολίου — Το κτίριο όπου στεγάζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Κεφαλλονιάς θεμελιώθηκε το 1957 (Βεργώτη 6), αντικαθιστώντας το παλαιότερο κτίριο, που είχε καταστραφεί από το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Η… …   Dictionary of Greek

  • Σιταγροί — Πεδινός οικισμός (862 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 862 κάτ.). Στην περιοχή του Σ. βρίσκεται σπουδαίος προϊστορικός συνοικισμός που επισημάνθηκε και ερευνήθηκε στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”